- αμεταχώρητος
- ἀμεταχώρητος, -η, -ο (Α) [μεταχωρῶ]αυτός που δεν μετακινήθηκε, δεν μετατοπίστηκε ή αυτός που δεν είναι δυνατό να τόν μετατοπίσει κάποιος ή να μετατοπιστεί ο ίδιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ԱՆՓՈԽՈՐՈՇ — ( ) NBH 1 0252 Chronological Sequence: 8c ա. ἁμεταχώρητος non secedens Որ ոչ փոխի եւ չորոշի այլուր. անմեկնելի. անփոխադրելի. *Զհամեմատութիւնս իւրաքանչիւր ուրուք՝ անփոխակորանս ʼի հակառակն, եւ անփոխորոշս հաստատել. Դիոն. ածայ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)